Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Σαν λεξούλα ενός αγνώστου…

Καταλήψεις σχολείων: Να δώσουμε «τρόπο στην οργή»

της Γεωργίας Βαλωμένου
Aυτή περίπου την εποχή, αρχές Νοεμβρίου, το αργότερο μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου (ημέρα της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου), ξεκινάνε κάθε χρόνο οι καταλήψεις των γυμνασίων και λυκείων της χώρας. Έχοντας αποκτήσει εθιμοτυπικό σχεδόν χαρακτήρα, διαρκούν λίγες μέρες. Αφήνουν πίσω τους μικρές ή μεγάλες φθορές και ώρες προς αναπλήρωση, και το ήδη συρρικνωμένο, υποχρηματοδοτούμενο και κατασυκοφαντημένο δημόσιο σχολείο με μια ακόμα πληγή.
Όπως λένε τα ίδια τα παιδιά –η πλειοψηφία τους που ψηφίζει «ναι» στην κατάληψη στις μαθητικές συνελεύσεις– το κάνουν για να χάσουν λίγες μέρες μαθήματος. Μια μικρή ανάσα διακοπών, ανάμεσα στην έναρξη της σχολικής χρονιάς και τα Χριστούγεννα. Αυτό δεν σημαίνει πως τα παιδιά δεν έχουν αιτήματα ή πως δεν εκφράζουν δικαιολογημένη δυσαρέσκεια. Σημαίνει, απλά, ότι τα παιδιά ξέρουν πολύ καλά ότι η κατάληψη των λίγων ημερών που κάνουν δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Γιατί, όσο πολλά και όσο σωστά κι αν είναι τα αιτήματα, μη γελιόμαστε, οι καταλήψεις γίνονται πρώτα απ’ όλα γιατί τα παιδιά είναι θυμωμένα και απαισιόδοξα. Γιατί δεν έχουν πού να πιαστούν, αφού, ιδίως τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το μέλλον τους προδιαγράφεται ως σκοτεινό τοπίο σκληρού ανταγωνισμού και αμφίβολης επαγγελματικής αποκατάστασης. Γιατί έχουν μάθει να θεωρούν σημαντικούς παράγοντες ευτυχίας την επαγγελματική επιτυχία, τα χρήματα, την αφθονία των αγαθών, την εξουσία – κι αυτά δεν είναι πλέον εφικτά. Γιατί τους φταίνε όλα και όλοι. Τους φταίμε εμείς, οι γονείς και οι δάσκαλοί τους, που δεν μπορούμε να τους παρέχουμε αυτά που τους τάξαμε, δεν μπορούμε να τους εμφυσήσουμε άλλες αξίες και άλλες προτεραιότητες.
Στις καταλήψεις πρωτοστατούν τα «παιδιά των τελευταίων θρανίων» – και όχι τα παιδιά με δομημένη πολιτική σκέψη που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, παρ’ όλο που υπάρχουν βέβαια κι αυτά και δεν είναι λίγα. Πρωτοστατούν τα παιδιά που δεν μπορούν να ενσωματωθούν, που θέλουν να πάρουν στα χέρια τους το σχολείο και για όσο κρατήσει η κατάληψη να το οικειοποιηθούν και να νιώσουν εντός του δυνατοί, να νιώσουν εντός του να υπάρχουν.
Αυτά τα παιδιά, τα λίγα που έχουν το θάρρος να δηλώνουν υπέρ της κατάληψης, που κοιμούνται μέσα στα κατειλημμένα σχολεία τις νύχτες, που στέκονται μπροστά μας και λένε «εμείς προσπαθήσαμε να κλείσουμε το σχολείο, έτσι, χωρίς λόγο στην αρχή», περπατώντας νευρικά γύρω από τον εαυτό τους και μιλώντας την αργκό τους, έχουν μια αγωνία να μιλήσουν, να ακουστούν. Λένε «αφήστε με να μιλήσω»· και μετά δεν λένε για τα αιτήματα, παρά μόνο εκφράζουν ασυνάρτητα την οργή και το παράπονό τους. Αυτά τα παιδιά μας φέρνουν σε αμηχανία, γιατί αμφισβητούν με την ύπαρξή τους όλο το οικοδόμημα στο οποίο στηρίζουμε εμείς τη δική μας. «Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα, σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου» – κάπως έτσι ακούγεται η φωνή τους. Κι εμείς πρέπει να την αφουγκραστούμε, «σαν λεξούλα ενός αγνώστου».*
Αντί γι’ αυτό, στεκόμαστε απέναντί τους, γονείς και καθηγητές, με ματιά κριτική και επικριτική. Από την ιδεολογική του θέση ο καθένας. Άλλος με μια στάση απορριπτική, άλλος λέγοντας «κάντε το σωστά, δώστε του πολιτικό περιεχόμενο και θα είμαστε μαζί σας».
Με αυτό τον λόγο, τον προσωπικό, αδόμητο, συναισθηματικό, παράλογο λόγο, χωρίς λόγο, τα παιδιά μπαίνουν μπροστά σαν πολιορκητικός κριός και χτυπάνε χωρίς σχέδιο, χωρίς όραμα και χωρίς ελπίδα το πανίσχυρο κάστρο του σάπιου συστήματος. Δεν μπορούμε όμως να αφήσουμε τα παιδιά μας να πολεμάνε μόνα τους, ανοχύρωτα, υπερασπιζόμενα την εκπαίδευση και τη ζωή τους από την επίθεση που δέχεται. Χρειάζεται να τα βοηθήσουμε να δώσουν περιεχόμενο, να δώσουν «τρόπο» στην οργή τους. Έχουμε υποχρέωση απέναντί τους, αφού εμείς επιτρέψαμε, μέχρι σήμερα, με τους ελλιπείς και αναποτελεσματικούς μας αγώνες ή και με το βόλεμά μας να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έχουν φτάσει. Οφείλουμε να τα σταθούμε στο πλάι τους, και να προσπαθήσουμε να τους δώσουμε ελπίδα και προοπτική.
Με σχολεία τα οποία –κατειλημμένα ή όχι– θα είναι ανοιχτά σε όλους, ανοιχτά σε συζητήσεις, εκδηλώσεις, κινηματικές και αλληλέγγυες δράσεις, χώροι όπου θα συνυπάρχουμε, θα συνεργαζόμαστε και θα στηρίζουμε ο ένας τον άλλον.

* Οι στίχοι εντός εισαγωγικών είναι από το «Μυστικό τοπίο» του Διονύση Σαββόπουλου («Τραπεζάκια Έξω», 1983)

Η Γεωργία Βαλωμένου είναι αρχιτέκτονας, εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου