Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Κερδίζοντας από απελπισία (;) και πλησιάζοντας την εξουσία (;)

Στις προηγούμενες εκλογές, ζητούσαμε από το εκλογικό σώμα να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να νικήσει η ελπίδα τον φόβο. Είναι άραγε ίδιες οι συνθήκες τώρα;
Του Χρήστου Μαντά
Τις τελευταίες βδομάδες ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά στις δημοσκοπήσεις και παρουσιάζεται με αέρα νίκης, αν γίνονταν τώρα εκλογές. Επιπλέον αυξάνεται, σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις, το ποσοστό του εκλογικού σώματος που ζητά την προσφυγή στις κάλπες. Όλα τα παραπάνω δημιουργούν, όπως λέγεται, μια δυναμική που είναι δύσκολο να αναστραφεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, το οποίο -θυμίζω- συμπεριλαμβάνει και δύο σίγουρες εκλογικές αναμετρήσεις για τις ευρωεκλογές και τις εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Όμως όλα τα παραπάνω εξελίσσονται σε συνθήκες νηνεμίας του κινήματος, τουλάχιστον προς το παρόν. Παρά τις προβλέψεις έγκυρων διεθνών αναλυτών για κοινωνική έκρηξη, και παρά την καταχνιά που σκεπάζει σαν την αιθαλομίχλη, μάλλον σε μαζική κλίμακα, τις ψυχές των ανθρώπων γύρω μας.
Πέρα από τα όποια ερευνητικά δεδομένα, αυτή η μαζική κατάθλιψη, όπως πολλές και πολλοί την χαρακτηρίζουν, βρίσκεται δίπλα μας, στην καθημερινότητά μας.
Όμως εμείς, τουλάχιστον στις προηγούμενες εκλογές, ζητούσαμε από το εκλογικό σώμα να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να νικήσει η ελπίδα τον φόβο.
Είναι άραγε ίδιες οι συνθήκες τώρα;
Κατά την άποψη του γράφοντος, μάλλον έχουμε ριζικές μεταβολές. Όχι μόνο συγκριτικά με την κατάσταση πριν το Μάϊο και τον Ιούνιο ή λίγο μετά. Αλλά ακόμα και σε σχέση με τους πρώτους μήνες μετά τον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης. Και εννοώ βεβαίως ριζικές μεταβολές στο πώς ο «πραγματικός» κόσμος, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αντιλαμβάνεται την προοπτική έλευσης του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση. Τι συναισθάνεται, τι ψυχανεμίζεται και τι προσδοκά ο κόσμος αυτός τώρα;
Επιχειρώντας μια περιγραφή απολύτως εμπειρική, έστω χωρίς ιδιαίτερη τεκμηρίωση, και πάντως χωρίς να θέλω να ισοπεδώσω καταστάσεις, φαίνεται ότι οι προσδοκίες του κόσμου γίνονται πιο «ρεαλιστικές», αλλά την ίδια στιγμή το συναίσθημά του «πέφτει»: ο ενθουσιασμός και η διάθεση για συμμετοχή μειώνονται, η απόσταση και η αποχή από την «πολιτική» καταγράφονται είτε ως έλλειψη αποφασιστικότητας για την επιλογή, είτε ως αποστροφή για κάθε τι πολιτικό.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Και κυρίως εμείς, ο ΣΥΡΙΖΑ, τι κάνουμε;
Προσωπικά νομίζω ότι όλα αυτά, πέρα από την ανησυχία που μπορεί σε πρώτο επίπεδο να μας δημιουργούν, μας προκαλούν να σκύψουμε πιο βαθιά. Να βρεθούμε πιο κοντά σε έναν κόσμο που ωριμάζει με πολλές δυσκολίες και αντιφάσεις.
Θα πρόσθετα ότι αυτή η αίσθηση της απελπισίας, ή ακριβέστερα μια διαδικασία πένθους για τις πολλαπλές απώλειες που έχει υποστεί ο λαός μας σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο, δεν αποτελεί αναπόφευκτα παράγοντα εξαρχής και εκ των προτέρων αποτρεπτικό για την ουσιαστική συμμετοχή, αλλά και για μεγάλες, ριζικές αλλαγές.
Πολλές φορές επαναλαμβάνουμε μονότονα και χωρίς να το ψάχνουμε σε βάθος ότι η ενεργός συμμετοχή και στήριξη του κόσμου, η αποτροπή της λειτουργίας της ανάθεσης κλπ. είναι κρίσιμα για την έκβαση της μάχης που δίνουμε ή που θα δώσουμε, με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Σωστά! Αλλά τι ακριβώς εννοούμε συμμετοχή; Και σε ποια επίπεδα; Πώς, πού και πότε; Αυτά μάλλον συνθηματολογικά μέχρι τώρα μας έχουν απασχολήσει.

Ταυτόχρονα με αυτά, υπάρχει ένα «ρεύμα» και εντός των οργανωμένων μας δυνάμεων και εκτός, που «σκοτώνεται» για συμμετοχή σε όργανα, σε θέσεις, σε υποψηφιότητες κλπ.
Εκεί που κάποτε δεν μπορούσαμε να βρούμε «άνθρωπο», τώρα βρισκόμαστε μπροστά στις ...δυσκολίες επιλογής. Φυσιολογικό; Απόλυτα, θα απαντούσα.
Αλλά πώς ένα κόμμα της αριστεράς, πολύ νέο ακόμα και πολύ ανώριμο -αν και αποτελείται, τουλάχιστον σε κεντρικό επίπεδο, και από πολύ παλιές καραβάνες-, διαχειρίζεται μια τέτοια κατάσταση; Ποια είναι η αριστερή στάση απέναντι στο συγκεκριμένο πρόβλημα; Δύσκολη η απάντηση, στο βαθμό που η θεσμική θωράκιση (αυτή που εξασφαλίζει δημοκρατικές διαδικασίες, ή ακόμη και αμεσοδημοκρατικές) δεν μπορεί εύκολα να αποτρέψει φαινόμενα παραγοντισμού, δημοφιλίας που έχει αποκτηθεί μέσα από τον στρεβλωτικό πομπό των ΜΜΕ, ιδιοτέλειας κλπ. Επιπλέον, σε τέτοιες συνθήκες εύκολα καλλιεργούνται στερεότυπα που καμιά σχέση δεν έχουν με το πραγματικά λαϊκό και δημοκρατικό πρόταγμα της Αριστεράς (στοχοποιούνται άνθρωποι κλπ).
Συνεπώς, τι κάνουμε;
Καμιά φορά η επιθυμία και η βιασύνη που δημιουργείται εξ αυτής [της επιθυμίας], απόλυτα ανθρώπινες καταστάσεις κατά τα άλλα, μας οδηγούν σε επιμέρους και όχι συνολικά συμπεράσματα. Η σφοδρή επιθυμία, ας πούμε, ημών των συριζαίων να ανατρέψουμε την μνημονιακή συγκυβέρνηση, κάποιες φορές μας εμποδίζει να δούμε την συνολική κοινωνική πραγματικότητα και το μέγεθος των προβλημάτων που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η κατάσταση αυτοτροφοδοτείται όταν η «ενέργειά» μας καταναλώνεται στο να «λύσουμε» διάφορα εσωκομματικά ζητήματα και αντιθέσεις και μας αποκόπτει από την κοινωνική πραγματικότητα.
Χρειάζεται λοιπόν αίσθηση του ιστορικού χρόνου, αλλά και της ιστορικότητας της χρονικής περιόδου που διανύουμε. Συνολική αντίληψη της πραγματικότητας και των ζητημάτων που θέτει η πραγματικότητα αυτή. Και συνολική επαναδιατύπωση, στις σημερινές συνθήκες, των νοημάτων που συνοδεύουν και συναποτελούν τις μεγάλες ανατροπές.
Και η απελπισία που ζούμε γύρω μας ή και μέσα μας έχει νόημα. Και μπορεί και να κερδίζει, ακόμα, ή στη συγκεκριμένη περίπτωση να κερδίσει - και ξαφνικά (;) να μεταλλαχθεί σε ελπίδα.
Και η αίσθηση του πλησιάσματος της εξουσίας, καθώς και τα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα, έχουν νόημα - και οφείλουμε να το αντιλαμβανόμαστε.
Και τα δύο μπορεί να γίνουν, ή να μην γίνουν, ή βεβαίως να γίνουν διαφορετικά.

Ως επίλογο αντιγράφω το οπισθόφυλλο από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Μελαγχολία και πολεμική» (εκδόσεις Θεμέλιο, 2002)1:

«Καμμιά απαισιοδοξία δεν είναι νοητή χωρίς ρητή ή σιωπηρή αναφορά σε μια καλύτερη πραγματικότητα, που κάποτε υπήρξε ή θα έπρεπε να υπάρξει και καμμιά αισιοδοξία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αν δεν αναφέρεται στην υπερνίκηση των υφιστάμενων κακώς κειμένων. Γιατί, αν αποδεχτούμε την ανθρώπινη πραγματικότητα όπως ήταν και εξακολουθεί να είναι, δίχως την παραμικρή επιθυμία για τούτη ή εκείνη την αλλαγή, και δίχως να τρέφουμε κανένα φόβο και καμμιά ελπίδα ως προς τις ενδεχόμενες μεταβολές της, τότε γίνεται περιττή κάθε αισιόδοξη ή απαισιόδοξη στάση. Κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε πάγωμα του κόσμου κάτω από τα μάτια μιας άπειρης διάνοιας. Η ανθρώπινη πραγματικότητα υπάρχει και ζεί από τους φόβους και τις ελπίδες, από τις θετικές και τις αρνητικές αξιολογικές κρίσεις που συνδέονται ουσιωδώς με την ίδια και δεν είναι απλώς αποτελέσματα αλλά και κινητήρια αίτια των εσώτερων μετατοπίσεων και μεταστροφών της».

Ο Χρήστος Μαντάς είναι βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ.
_____________

[1] Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το αντίστοιχο δοκίμιο-κεφάλαιο-άρθρο (1997), εξαιρετικά σημαντικό κατά τη γνώμη μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου