Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Το τέλος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας;

Της Δήμητρας Γούναρη
Τα τελευταία δύο χρόνια, με αποκορύφωμα τις δύο προεκλογικές περιόδους, η συχνότητα εμφάνισης της λέξης «Μνημόνιο» στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, είναι παρόμοια με τη συχνότητα εμφάνισης του όρου «μικρομεσαίες επιχειρήσεις», ή αλλιώς «μικρομεσαία επιχειρηματικότητα» [1]. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε μία χώρα όπου η κοινωνία έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο ανοχής απέναντι σε μία πολιτική εξουσία που έχει ξεπεράσει κάθε όριο λογικής, συμβαίνει το εξής παράδοξο: η ρητορεία της κυβέρνησης περιλαμβάνει τους μικρομεσαίους ως μοχλό ανάπτυξης και πολιτικοοικονομική προτεραιότητα, ενώ οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μιλούν για εξαθλίωση, εξόντωση και στοχοποίηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στα χρόνια της κρίσης. Και όσο συνεχίζει να κυκλοφορεί ο «όρος» σε Υπουργεία, Επιτροπές, κανάλια, εφημερίδες απομακρύνεται από τις πραγματικές του διαστάσεις. Τελικά, ποιος είναι ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι κοινωνικό - οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες;
Οι Μικρές και Μεσαίες επιχειρήσεις αντιστοιχούν σε ένα ποσοστό που αγγίζει το 95% των ελληνικών επιχειρήσεων. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό –και σε αντίθεση με άλλες χώρες– η ελληνική επιχειρηματικότητα βασίστηκε σε οικογενειακές επιχειρήσεις μικρού μεγέθους. Από την πλευρά της απασχόλησης, η μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα αποτελεί το μεγάλο εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, με το ποσοστό των απασχολουμένων σε αυτές τις επιχειρήσεις να ξεπερνά το 85%. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ταύτιση των ΜΜεπιχειρήσεων με τη «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας, υποτιμά εν μέρει τη σημασία τους. Οι ΜΜεπιχειρήσεις δεν είναι απλώς η ραχοκοκαλιά, αλλά το πρωτεύον γνώρισμα, το κύριο χαρακτηριστικό και η δομή της ελληνικής οικονομίας. 
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η είσοδος μεγάλων επιχειρήσεων και διεθνικών αλυσίδων στην ελληνική αγορά, διαμόρφωσαν νέες συνθήκες μέσα στις οποίες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αν και δέχτηκαν μεγάλες πιέσεις και σκληρό ανταγωνισμό, κατάφεραν και επιβίωσαν. [2] Σήμερα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν πλήττονται από ανταγωνισμό αλλά από «πολιτικές». Η εποχή του Μνημονίου έθεσε απολύτως μυωπικά σε όλους τους «ιθύνοντες» το παρακάτω ψευδοδίλημμα: λόγω της οικονομικής της δομής, η ελληνική οικονομία δεν είναι ανταγωνιστική και ο ιδιωτικός τομέας έχει στρεβλώσεις. Απαιτείται λοιπόν εξορθολογισμός. Και ο τελευταίος, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής του Μνημονίου. Και φυσικά, όσες επιχειρήσεις (βλ. ΜΜ επιχειρήσεις) δεν αντέχουν, «ας κλείσουν».
Η συνέχεια ήταν προφανής: Αλλεπάλληλες οριζόντιες φορολογικές επιβαρύνσεις, κατακόρυφη αύξηση των λειτουργικών εξόδων, ένα απόλυτα ασταθές φορολογικό και οικονομικό περιβάλλον, περιορισμένη πρόσβαση σε ρευστότητα και μείωση της αγοραστικής δύναμης. Και ενόσω το Μνημόνιο « εξορθολόγιζε» την αγορά, έκλεισαν 120.000 επιχειρήσεις, χάθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας, τα αποθέματα μειώθηκαν, οι επενδύσεις τους μένουν στάσιμες, οι επιχειρηματίες που έκλεισαν μένουν άνεργοι χωρίς κανένα απολύτως δίχτυ προστασίας, όσοι επιχειρηματίες παραμένουν χρωστάνε σε τράπεζες, κράτος, πιστωτές και τέλος, η κατανάλωση μειώνεται περαιτέρω αφού οι επιχειρηματίες – καταναλωτές βλέπουν τα εισοδήματα τους να εξανεμίζονται.
Και επειδή η στοχοποίηση δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική, είτε πριν είτε μετά τις αποφάσεις της Κυβέρνησης για νέα μέτρα, υπάρχει συνοδεία φημών και «έγκυρων» μελετών για τη φοροδιαφυγή αυτών των επιχειρήσεων ή των επιχειρήσεων που στηρίζονταν τόσα χρόνια σε «δανεικά». Προφανώς, κανείς από τους υποστηρικτές τέτοιων ισχυρισμών δεν αντιλαμβάνεται ή δε θέλει να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα σήμερα δεν είναι μεταξύ υγιών και μη υγιών επιχειρήσεων. Ακόμα και επιχειρήσεις που παραμένουν κερδοφόρες, αντιμετωπίζουν, καθημερινά, προβλήματα έλλειψης ρευστότητας, διαπραγματευτικής αδυναμίας με προμηθευτές και συνεργάτες στο εξωτερικό, αδυναμίας εκπλήρωσης των βασικών τους υποχρεώσεων, κ.ο.κ. Άλλωστε, το βασικότερο στοιχείο της αγοράς σήμερα είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης, με δεδομένο ότι τόσο οι ακάλυπτες επιταγές όσο και η μη ανταπόκριση των πελατών των επιχειρήσεων στις υποχρεώσεις τους, στρεβλώνουν το οικονομικό περιβάλλον και τους όρους των συναλλαγών. Και δυστυχώς, αυτή η απόλυτη αβεβαιότητα δεν δημιουργεί κανένα περιθώριο ανάκαμψης για καμία επιχείρηση.
Αυτός ο ατέρμων κύκλος της ύφεσης, όσο και να προσπαθούν να τον ντύσουν με μία αναπτυξιακή ελπίδα, οδηγεί, σχεδόν αναπόφευκτα, την κοινωνία και την οικονομία σε αδιέξοδο. Οι ΜΜ επιχειρήσεις αποτελούν το κομμάτι εκείνο της ελληνικής οικονομίας που δεν διαμορφώθηκε ούτε στηρίχτηκε σε κρατικές επιχορηγήσεις. Η περαιτέρω αποδυνάμωσή τους όχι μόνο θα εκτινάξει περαιτέρω την ανεργία, αλλά θα προκαλέσει αυτό που οι «ειδήμονες» προσπαθούν να αποφύγουν: την μονοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς. Βασικοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας, όπως μεταποίηση, εμπόριο, εστίαση παρουσιάζουν μειώσεις του τζίρου τους κατά 20 – 30% κάθε χρόνο ενώ χάνουν θέσεις εργασίας με ρυθμούς πρωτοφανείς.
Και σε αυτό το κλίμα, εξαγγέλλονται μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΕΤΕΑΝ, ΤΕΜΠΜΕ, JEREMIE) σαν μορφή χιονοστιβάδας, υπογράφονται Συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Επενδύσεων για την ενίσχυση της ΜΜ επιχειρηματικότητας, ανακοινώνονται προθέσεις στήριξης των μικρομεσαίων, που αναρωτιέται κανείς ποιος πραγματικά ωφελείται από όλες αυτές τις δράσεις; Μήπως η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί απλώς το πολιτικό άλλοθι για την ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων; Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, είναι ποτέ δυνατόν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να τίθεται πάνω από το συμφέρον της εγχώριας πραγματικής οικονομίας;
Η κοινωνική πραγματικότητα όμως, η οποία εξ ορισμού ούτε ποσοτικοποιείται ούτε απεικονίζεται σε νούμερα και αριθμούς, είναι ακόμα πιο σκληρή. Οι άνεργοι επιχειρηματίες δεν είναι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, οι νέοι που συντηρούνται από τις οικογένειες τους και έχουν έστω τη δυνατότητα μιας άλλης επιλογής. Είναι άνθρωποι μέσης ηλικίας με οικογένειες, που δεν μπορούν να βρουν άλλη εργασία, που δεν απολαμβάνουν καμία υποτυπώδης κοινωνική μέριμνα, που ούτε καν εγγράφονται στο Μητρώο Ανέργων του ΟΑΕΔ, που ζουν με το φόβο της αυτόφωρης διαδικασίας αφού είναι αδύνατον να πληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και πρέπει να επανακάμψουν από την ψυχολογική τους κατάρρευση. Και η αποχώρηση τους αφήνει πίσω διαλυμένες οικογένειες, εγκαταλελειμμένες επιχειρήσεις, ανοίκιαστες εγκαταστάσεις και ερημωμένους δρόμους.
Είναι γνωστές οι προσεγγίσεις που επισημαίνουν την ανάγκη προσαρμοστικότητας των ΜΜεπιχειρήσεων στις νέες συνθήκες, με την εισαγωγή καινοτομιών και ευελιξίας στην οργάνωση τους. Και αν σε κάποιους, και στην αρχή της κρίσης, ένα τέτοιο ενδεχόμενο ηχούσε ρεαλιστικό, σήμερα είναι τουλάχιστον ανυπόστατος ένας τέτοιος ισχυρισμός. Όταν τα εισοδήματα μειώνονται, η οικονομία παραμένει σε αδιέξοδο και κανένα αναπτυξιακό μέτρο ούτε σχεδιάζεται ούτε εφαρμόζεται, αντίθετα οι πολιτικές επιλογές ευθέως θίγουν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, δεν μπορεί καμία λύση η οποία αφορά τις επιπτώσεις να «θεραπεύσει» το ίδιο το πρόβλημα.
Και συνεχίζουν οι υποστηρικτές μίας πολιτικής χωρίς κανένα κοινωνικό περιεχόμενο να προπαγανδίζουν τις αναπτυξιακές τους προθέσεις, μέσα στις οποίες αποδεικνύεται ότι δεν περιλαμβάνονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το 95% δηλαδή των ελληνικών επιχειρηματικών μονάδων. Παρ όλα αυτά, επιμένουν ότι θα σώσουν την ελληνική οικονομία. Αναρωτιέμαι: αν η Ευρωπαϊκή Ένωση βραβεύθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, είναι πιθανόν το Νόμπελ Οικονομίας να απονεμηθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο;

Σημειώσεις

1. Ως μεσαία επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 250 εργαζομένους και της οποίας ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατ. ευρώ. Ως μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και ο κύκλος εργασιών της ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ. Ως πολύ μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζομένους και της οποίας ο κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ, Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων [Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003].

2. Βάλια Αρανίτου (2007), Το εμπόριο στην Μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, Παπαζήσης

www.rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου