Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Σταθερότητα και περιπέτειες

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Δεν είναι πως δεν το ξέραμε, αλλά στο άρθρο του της περασμένης Κυριακής, ο Γ. Πρετεντέρης το συνοψίζει ιδανικά: «Αν το ερώτημα είναι η οικονομία, τότε τα δύο μεγαλύτερα κόμματα κινδυνεύουν να υποστούν συντριβή. Αν, όμως, το βασικό ερώτημα που θα επικρατήσει είναι η σταθερότητα της χώρας, τότε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ θα βρεθούν από κοινού σε πλεονεκτική θέση». Συνεχίζει ο ίδιος, σε περίπτωση που δεν καταλάβαμε: «[Ο λαός] κινείται σταθερά ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους συναισθημάτων: από τη μία πλευρά ένας πόλος φόβου και ανασφάλειας, από την άλλη ένας πόλος οργής και απόρριψης. Είναι προφανές ποιον ευνοεί η μία ή η άλλη εκδοχή της εκλογικής ατζέντας».
Όλο κι όλο που περιγράφει ο Μακιαβέλης του «Συγκροτήματος» δεν είναι παρά η γραμμή που υλοποιούν καθημερινά εφημερίδες, τηλεοράσεις και εκπρόσωποι των κυρίαρχων κομμάτων: Φόβος εναντίον Οργής. Αν όμως όσα γράφει σημαίνουν κάτι για μας και για το πώς θα πορευτούμε ενόψει εκλογών, αυτό κατά τη γνώμη μου βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το προφανές – ότι δουλειά μας στις
εκλογές αυτές είναι να κρατήσουμε την κουβέντα στα οικονομικά, στην αποτυχία των διακηρυγμένων στόχων των Μνημονίων και στη (βιωμένη) επιτυχία τους ως προς τους «κρυφούς» τους στόχους.
Το πρώτο, λοιπόν, σημείο από την ανάγνωση αυτών των …μακιαβελικών είναι ότι η δική μας Αριστερά οφείλει βεβαίως να μιλήσει για την οικονομία, άλλο όμως αυτό, και άλλο ο αυτοπεριορισμός της σε ρόλο Κόμματος της Αποκάλυψης – στο ρόλο δηλαδή του ΚΚΕ, που προειδοποιεί για τα επερχόμενα δεινά ώστε να διασφαλίσει την «επαγρύπνηση», ρίχνοντας τελικά νερό στο μύλο της κατάθλιψης και ενισχύοντας την τάση «δεν αλλάζει τίποτα».
Το δεύτερο, κι αυτό στο οποίο θα’ θελα να σταθώ, είναι ότι τα επιχειρήματα της «σταθερότητας» και της «ασφάλειας» δεν μπορούν πλέον να είναι επιχειρήματα των αντιπάλων μας. Δεν εννοώ, προφανώς, ότι είναι η ώρα να μεταμφιεστούμε εμείς σε παράταξη του νόμου και της τάξης• αυτό που θέλω να πω είναι ότι η διακομματική αυτή παράταξη είναι πια η πλέον ακατάλληλη διά να ομιλεί (και) περί αυτών.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε πώς ο θρυμματισμός του δημόσιου συμφέροντος σε πολλαπλά και αντιμαχόμενα ιδιωτικά είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την ταύτιση της δημόσιας ασφάλειας με μια επικίνδυνα αυξανόμενη κρατική βία, που επιστρατεύτηκε κατ’ επανάληψη και εναντίον μη βίαιων• ουσιαστικά, εναντίον όλων. Αυτό που σήμερα βλέπουμε, είναι η προετοιμασία του εδάφους για την «ιδιωτικοποίηση» αυτής της βίας – για τη νομιμοποίηση της άσκησής της και πέραν του «κρατικού μονοπωλίου»: όλως παραδόξως (αν και με βάση τη διεθνή εμπειρία όχι και τόσο…), η στρατιωτικοποίηση της καταστολής δεν τόνωσε καθόλου το αίσθημα ασφάλειας.
Το ανησυχητικό με την «ιδιωτικοποίηση» αυτή δεν είναι μόνο ότι πριμοδοτείται από χρόνια, όπως όλες, απ’ τους οπαδούς της Ασφάλειας (σοβαρές και κατακίτρινες εφημερίδες  π.χ. στάθηκαν κατ’ επανάληψη στο πλευρό των πολιτών που «πήραν το νόμο στα χέρια τους» στα «Δεκεμβριανά» του 2008). Είναι και ότι στο άμεσο μέλλον η ιδιωτικοποίηση μπορεί κάλλιστα να φέρει, επίσης στα πρότυπα των «κανονικών» ιδιωτικοποιήσεων, τη σφραγίδα του νόμου. Ένα κράτος που υιοθετεί μέρος της ατζέντας και της ορολογίας της ακροδεξιάς, ενίοτε δε συμπεριφέρεται το ίδιο ως ακροδεξιά οργάνωση (πυρπολώντας για παράδειγμα καταυλισμούς μεταναστών, όπως στην Πάτρα το 2009), είναι ένα κράτος που μπορεί κάλλιστα να εντάξει πρακτικές της ακροδεξιάς στο «ρεπερτόριο» της διοίκησης ή να καλύψει νομικά τις πρακτικές αυτές. Θα θυμάστε ίσως τον προπέρσινο «Εξάντα» του Γιώργου Αυγερόπουλου, και τις περιπολίες της Λίγκας του Βορρά σε γειτονιές της Ιταλίας – περιπολίες που, με την κάλυψη της αντιμεταναστευτικής νομοθεσίας του Μπερλουσκόνι, έθεταν στο στόχαστρο όποιο μετανάστη είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά στους (αυτοπαρουσιαζόμενους ως) «διώκτες των ναρκωτικών».
Τα παραπάνω είναι μία μόνο εκδοχή για το πώς η «σταθερότητα» και η «ασφάλεια», υποδυόμενες πάντοτε τη «νόμιμη άμυνα», καταλήγουν στην επιβολή ακόμα περισσότερης βίας από αυτήν που ισχυρίζονται ότι θέλουν να περιορίσουν.
Αν όμως αυτή η βία φέρει τις δάφνες της «εθνικής», καθώς αφορά τον εσω-εξωτερικό εχθρό -- τους μετανάστες που, κατά Σαμαρά, «αποσταθεροποιούν» τη χώρα--, υπάρχει και μια άλλη βία, που προορίζεται χωρίς προσχήματα για τον «εσωτερικό εχθρό». Κι αυτό, καθ’ υπέρβαση του ταμπού των φιλελεύθερων κοινωνιών, για τις οποίες η «εθνική» -πολεμική- σύγκρουση είναι εκ προοιμίου νόμιμη, όχι όμως και η «ανίερη» ταξική βία.
«Ναι μεν η πολιτική βία είναι καταδικαστέα, από την άλλη όμως η κάθε πράξη κρίνεται και αξιολογείται ενταγμένη στο ιστορικό της πλαίσιο», μας είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του ως νεοδημοκράτης ο Μάκης Βορίδης. Την ίδια στιγμή, όλο και συχνότερα, επιφυλλιδογράφοι της Καθημερινής μιλούν για τον αντισυμμοριτικό αγώνα που άργησε πολύ να ξεκινήσει. Ας προσθέσουμε εδώ και το σαμαρικό antinews, που βάλθηκε από καιρό να οργανώνει την εμφυλιοπολεμική πτέρυγα της Δεξιάς. Κι ας θυμηθούμε και το μπεστ-σέλερ σε κύκλους της ακροδεξιάς το μυθιστόρημα «Όχι στην παλιά πόλη», του Νίκου Χιδίρογλου, στελέχους της ΝΔ και εκπροσώπου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας επί ΜεΪμαράκη. Στον απόηχο της συζήτησης περί απόστρατων και πολιτοφυλάκων, η ιστορία της «Μάχης» του Χιδίρογλου, μιας ομάδας αμετανόητων πατριωτών, που εν έτει 2020 διεκδικούν την εξουσία με τα όπλα εναντίον «μιας ‘ψευδοελίτ’ παλιών φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών, αριστερών και των αλλοδαπών συνεργατών τους», είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα.
Στο πλαίσιο αυτό, μάλλον αποκτούν διαφορετικό νόημα τα σενάρια περί μετεκλογικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Δεδομένου δε και του εξαγνισμού της ακροδεξιάς από το ΠΑΣΟΚ, χάριν της εθνοσωτηρίου κυβερνήσεως Παπαδήμου, είναι ν’ απορεί κανείς για το θράσος με το οποίο διάφοροι κλώνοι του Λαλιώτη (και ακαδημαϊκοί μεταξύ αυτών) εξισώνουν ανερυθρίαστα τα «άκρα», για να κρύψουν το δικό τους εξτρεμισμό. Γι’ αυτό όμως θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
rednotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου